Μετά από μία τετραετία αντιλαϊκών μέτρων και πλούσιας προπαγάνδας για να εξασφαλίσει την ανοχή του λαού στα μέτρα αυτά, η κυβέρνηση ανήγγειλε την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 € μικτά, σε αντίθεση σε όσα υποσχόταν πριν εκλεγεί το 2015, όπου έκανε λόγο για την επαναφορά του στα 751 €.
Παρόλο που το μέτρο φαντάζει θετικό, πρόκειται για άλλη μια απάτη στις οποίες μας έχει συνηθίσει άλλωστε η κυβέρνηση:
- Σύμφωνα με το νόμο Βρούτση (που ψηφίστηκε το 2013 επί κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), ο κατώτατος μισθός δεν καθορίζεται πλέον μέσω διαπραγματεύσεων με τη συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων, αλλά μονομερώς από το υπουργείο εργασίας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Τον νόμο αυτόν ενεργοποίησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η οποία μάλιστα καμώνεται πως έχει και «κολοσσιαίες» διαφορές με την προηγούμενη κυβέρνηση. Κατά συνέπεια: δεν αποκλείεται μετά τις εκλογές – και αφού έχει καρπωθεί εκλογικά οφέλη – ο κατώτατος μισθός να ξαναμειωθεί με το πρόσχημα της «έλλειψης ανταγωνιστικότητας». Αν λάβουμε, μάλιστα, υπ’ όψιν τις προβλέψεις για τη διεθνή οικονομία και τον επικείμενο νέο κύκλο καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης που κοντοζυγώνει, το ενδεχόμενο είναι πάρα πολύ πιθανό…
- Η αύξηση του κατώτατου μισθού στο μεγαλύτερο τμήμα της θα εξανεμιστεί από τη μείωση του αφορολόγητου ορίου που θα ισχύσει από το 2020. Παράδειγμα: έστω εργαζόμενος που παίρνει σήμερα το βασικό μισθό (492 € καθαρά) και άρα ετήσιο καθαρό εισόδημα 6891 €. Με το αφορολόγητο όριο σήμερα στα 8636 € ο εργαζόμενος αυτός δεν είχε φορολογικά βάρη. Με την αύξηση του κατώτατου μισθού ο καθαρός μισθός φτάνει τα 546€ καθαρά και το ετήσιο καθαρό εισόδημά του είναι 7644€. Με τη μείωση του αφορολόγητου στα 5681€ (για όσους δεν έχουν παιδιά), ο εργαζόμενος αυτός φορολογείται στο ποσό 7644 – 5681 = 1963. Με φορολογικό συντελεστή 22%, ο φόρος εισοδήματος θα είναι 432 €, δηλαδή το μεγαλύτερο τμήμα της αύξησης καταλήγει στο κράτος που με τη σειρά του θα φροντίσει να το διοχετεύσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πάλι για την ενίσχυση των επιχειρήσεων.
- Η εργοδοσία διαθέτει τα μέσα για να αντισταθμίσει αυτήν την αύξηση, πατώντας πάνω και στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, με τον εργαζόμενο να παραμένει με το ίδιο εισόδημα. Έτσι έχουμε:
- Εργαζόμενους που παίρνουν σήμερα πάνω από το βασικό μισθό, με το επιπλέον εισόδημα να παρουσιάζεται σαν «οικειοθελής παροχή» της επιχείρησης. Ο βασικός μισθός μπορεί να αυξάνεται, η «οικειοθελής παροχή» όμως μπορεί να αναπροσαρμοστεί προς τα κάτω και ο εργαζόμενος να καταλήξει με το ίδιο εισόδημα.
- Μαύρη εργασία, με τους εργαζόμενους αυτού του καθεστώτος να μην επηρεάζονται από την αύξηση του κατώτατου μισθού.
- Ελαστική εργασία, με το χρόνο εργασίας να αναπροσαρμόζεται ανάλογα, ώστε να μη χρειαστεί να δοθεί αύξηση.
Επιπλέον, οι εξαγγελίες για κατάργηση του υποκατώτατου μισθού (για εργαζόμενους κάτω των 25 ετών) είναι κι αυτές κούφιες, καθώς θα συνοδευτεί από κρατικές επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις για την κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών που καταθέτει η εργοδοσία στον εργαζόμενο. Με άλλα λόγια η εργοδοσία για άλλη μια φορά δεν επιβαρύνεται, σε αντίθεση με το λαό που πληρώνει τις επιδοτήσεις αυτές μέσω της φορολογίας. Άλλωστε υπάρχει πληθώρα εργαζομένων που δουλεύουν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, που σημαίνει πως πληρώνονται νόμιμα λιγότερο από τον κατώτατο μισθό.
Η κυβέρνηση, πριν εκλεγεί το 2015, καλλιέργησε υψηλές προσδοκίες, αφού εξελέγη ρήμαξε τον εργαζόμενο πατώντας στα χνάρια των προηγούμενων κυβερνήσεων και τώρα πετάει μερικά ψίχουλα που και αυτά είναι αμφίβολα για να καλλιεργήσει ξανά ψεύτικες προσδοκίες και να περάσει την αντίληψη πως έρχονται τάχα καλύτερες μέρες, βάζοντας τον εργαζόμενο σε κατάσταση αναμονής, ακινητοποιώντας τον…
ΜΗ ΜΕΙΩΝΕΙΣ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ, ΕΛΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΝΕΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ
Για όλους τους παραπάνω λόγους, αποκαλύπτεται πως η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι κενό γράμμα για τους εργαζόμενους, άλλη μια απόπειρα εξαπάτησης, την οποία κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να απορρίψει.
Δεν πρόκειται για μια αρχή που μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα πιο θετική συνέχεια. Έχει δηλωθεί σε όλους τους τόνους από την κυβέρνηση, το μεγάλο κεφάλαιο και τους θεσμούς πως τα μνημονιακά μέτρα όλων των προηγούμενων ετών είναι δεδομένα και πρέπει να παραμείνουν ανέγγιχτα. Χαρακτηριστική είναι και η τοποθέτηση του βασικού εργοδοτικού φορέα της χώρας μας, του Σ.Ε.Β: «Το ύψος των μισθών που μπορεί να πληρώνει μία οικονομία και μια κοινωνία στα εργαζόμενα μέλη της δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τις επιθυμίες ή τις καλές προθέσεις της Κυβέρνησης. Η πραγματικότητα είναι ότι το ύψος των μισθών, και μεταξύ αυτών το ύψος των κατώτατων μισθών, που μπορεί να αντέξει η οικονομία, συνδέεται με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της…». Στα πλαίσια αυτά ο Σ.Ε.Β. διεκδικεί να παρθούν μέτρα για να αντισταθμιστούν οι όποιες επιπτώσεις από την αύξηση του κατώτατου μισθού στην ανάκαμψη της οικονομίας, όπως για παράδειγμα να μειωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές της επιχείρησης προς τους εργαζόμενους ή «να αποσυνδεθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού από το μέσο μισθό».
Πραγματική αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και γενικότερα των δικαιωμάτων των εργαζομένων θα επέλθει μόνο με την οργάνωση, τη δράση και τη διεκδίκηση από τους ίδιους. Με την υπογραφή συλλογικής σύμβασης για τον κλάδο της Πληροφορικής και των Τηλεπικοινωνιών που θα κατοχυρώνει όλα όσα έχουμε ανάγκη σαν εργαζόμενοι στις σημερινές συνθήκες. Το Σ.Ε.ΤΗ.Π. θα πρωτοστατήσει στην κατεύθυνση αυτή.
Η πίεση που ασκήθηκε διαχρονικά από το ταξικό εργατικό κίνημα όλα τα προηγούμενα χρόνια, συνέβαλλε στην εν λόγω αύξηση του κατώτατου μισθού. Η δράση του κινήματος δεν περνάει απαρατήρητη σε κυβέρνηση και εργοδοσία. Φυσικά, ένα κίνημα μαζικότερο θα επέβαλε πραγματική αύξηση του κατώτατου μισθού και δε θα επέτρεπε την απάτη της κυβέρνησης που προαναφέραμε.
Σπάμε τις αυταπάτες, δεν περιμένουμε σωτήρες, οργανωνόμαστε στο Σ.Ε.ΤΗ.Π. και δίνουμε απάντηση με όρους κινήματος!